- ἐνεφύσησεν
- ἐνεφύ̱σησεν , ἐμφυσάωblow inaor ind act 3rd sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμφυσώ — ( άω) (AM ἐμφυσῶ) 1. φυσώ πάνω ή μέσα σε κάποιον, επιπνέω («τοῡτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῑς λάβετε Πνεῡμα Ἅγιον», ΚΔ. Ιω.) 2. εμπνέω σε κάποιον συναισθήματα ή ιδέες αρχ. 1. φυσώ μέσα («αὐλητρὶς ἐνεφύσησεν», Αριστοφ.) 2. φουσκώνω, διογκώνω… … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek